εκφυλλοφορώ

εκφυλλοφορώ
ἐκφυλλοφορῶ (-έω) (Α)
(στην αθηναϊκή βουλή) εξορίζω ή καταδικάζω κάποιον χρησιμοποιώντας ως ψήφους φύλλα ελιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”